Στο Β μέρος της συνέντευξης ο Μπότης Θαλασσινός συνεχίζει την εξιστόρηση της καθημερινότητας την περίοδο της κατοχής.
Ο Μπότης Θαλασσινός ζητάει εκδίκηση στα 10 χρόνια του , για το σκοτωμό της γιαγιάς από γερμανικό βόλι. Για τον πόνο της μάνας του. Για τον πρόχειρο ενταφιασμό της γιαγιάς του σε ένα λάκκο που άνοιξε ο ίδιος.. Η αντάρα της ψυχής του ξεχειλίζει.
«Καθώς βαδίζαμε, δεξιά και αριστερά στα χαντάκια πεταμένα τα άψυχα σώματα των γερμανών στρατιωτών. Και αλήθεια η Μάχη της Κρήτης χαρακτηρίστηκε Νεκροταφείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και ο Χίτλερ σταμάτησε εκεί τις αεροπορικές επιδρομές.».
«Στο σπίτι είχε πέσει εμπρηστική βόμβα. Όλα ανατινάχτηκαν . Η μάνα σπάραζε στα συντρίμμια. Κι όμως η Παναγιά τον όλεθρο περιφρονεί.
Αγέρωχα τα εικονίσματα. Δώδεκα εικόνες στέκουν στο εικονοστάσι μας ψηλά, στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού.»
(Ηαπαγωγή του Κράιπε)
Ένα τοπίο σουρρεαλιστικό αντικρίζει ο μικρός Μπότης , που θα χαρακτεί στη μνήμη του για πάντα. Μια σκάλα διαφυγής στον ουρανό κι απάνω στο τελευταίο το σκαλί, σωσμένο ,στέκει το εικονοστάσι.
«Μόνον η εικόνα του Αγίου Νικολάου έλειπε από εκεί και η μάνα είδε όνειρο το σημείο που ο Άγιος περίμενε μεσα στα χαλάσματα να βρεθεί. Σκάψαμε στα ετρείπια και βρέθηκε η εικόνα !»
«Το μάτι του Θεού» δεσπόζει σε πολλά από τα έργα του Θαλασσσινού . Στο έργο του Από τη Μάχη της Κρήτης , τεχνοτροπία φωτοκυλινδρισμού, που δημιούργησε ο Μπότης Θαλασσινός, η λαίλαπα του πολέμου αποτυπώνεται σουρρεαλιστικά σε ένα τοπίο εμπλεκομένων στοιχείων. Τα Στούκας σπέρνουν την καταστροφή , ενώ τα δέντρα φλέγονται και ο εφιάλτης δένει με συρματόπλεγμα το όραμα του καλλιτέχνη. « Το μάτι του Θεού»μέσα από τα γήινα , καρφώνεται με πόνο στις λαβωματιές της ύπαρξης.
Ο Μπότης σέρνει μέσα από τους πίνακές του φωνή δυνατή. Περισσότεροι από ενδομήντα πίνακες , όπως μου λέει , αφιέρωμα στον αγώνα της Κρήτης ενάντια στη ναζιστική απανθρωπιά .« Ήμουν μικρός , μα ένιωθα χρέος!»
(Ο Μπότης Θαλασσινός με τον Σαλβαντόρ Νταλί)
«Αφαιρούσα από τα πτώματα των Γερμανών στοιχεία χρήσιμα για τους Έλληνες. Φακούς, λάστιχα αυτοκινήτων, όπλα , χρησίμευαν πολλές φορές για να καλύψουμε ανάγκες επιβίωσης.» Εξάλλου μέσα σε περιόδους φτώχειας , ο νους ξυπνά σπάράζοντας κι αρπάζει την όποια ευκαιρία να καλύψει την ανάγκη. Ο Μπότης ορκίζεται εκδίκηση και πράγματι η εκδίκησή του, ορθώνεται αιώνια μέσα από το καλλιτεχνικό του έργο. Οι μορφές των Κρητικών καπεταναίων όπως του Γιώργη Πετρακογιώργη, του οπλαρχηγού Μπαντουβά, του Μιχάλη Λέφακα αλλά και πολιτικών όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο συγγραφέας της Λευτεριάς Ν. Καζαντζάκης, θωρούν αγέρωχα στα μάτια το λαό τους μέσα από τις ολοζώντανες προσωπογραφίες του καλλιτέχνη. Οι ήρωές του , μυθικά θεριά, ορθώνονται να προασπίσουν τον αγώνα της πατρίδας κι αυτός με τη δύναμη του χρωστήρα του αποτυπώνει στην αιωνιότητα τη λεβεντιά , τη στιβαρότητα και την αρχοντιά της φυλής, στο παράστημα και στη μορφή τους.
Ένας μικρός ήρωας κι εκείνος θυμάται. Το ποδήλατό του! Του έδινε την ελευθερία της κίνησης να πηγαίνει σε κάθε γωνιά της πολύπαθης πόλης και να αφουγκράζεται μέσα από τα ερείπια τον παλμό της ψυχής. Να παρατηρεί όπως λέει τις εναλλαγές στα τοπία , να παρακολουθεί τις εξελίξεις.
«Το κλεψα το ποδήλατο!» Μου αποκαλύπτει με αιδώ αλλά και θάρρος.
«Από την αίθουσα που χρησιμοποιούσαν για αποθήκη οι Γερμανοί στο Μέγαρο Φυτάκη. Κι ας κινδύνεψε η ζωή μου , τη μιζέρια δεν άντεχα». Δεν είναι ο Μπότης σκλάβος που λυτρωμό προσμένει.
«Δούλευα στα ορύγματα που οι Γερμανοί άνοιγαν γύρω από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου . Σκληρή δουλειά για ένα παιδί και η αμοιβή ένα κομμάτι κουραμάνα και λίγο ζωμό. Εκείνη την ημέρα το ελληνικό αντιτορπιλικό Παπανικολής , τορπίλισε ένα μεταγωγικό κι ένα πολεμικό πλοίο των Γερμανών. Από το αεροδρόμιο παρακολουθούσα τις αλυσιδωτές εκρήξεις!»
Το τρίτο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης του Μπότη Θαλασσινού σε αυριανό δημοσίευμα.
Συραγώ Χορταριά