Η έλλειψη πρόνοιας και στοιχειώδους οργάνωσης, ακόμα και σε ζωτικής σημασίας ζητήματα, είναι ίδιον του ελληνικού κράτους από ίδρυσής του, όπως τόσο τραγικά αποδείχτηκε και στο πέραν πάσης λογικής δυστύχημα στα Τέμπη.
Έγινε όμως πολύ πιο οικείο στους Έλληνες περίπου 20 χρόνια αργότερα για όλους τους λάθος λόγους. Οι κίνδυνοι κατολίσθησης που απειλούσαν το χωριό ήταν εγνωσμένοι. Ωστόσο αυτό που συνέβη στις 13 Ιανουαρίου 1963 υπερέβη κάθε φαντασία. Μια βιβλικού μεγέθους καταστροφή το έσβησε πρακτικά από το χάρτη.
Τις προηγούμενες μέρες έβρεχε καταρρακτωδώς και λίγο μετά τις 8 το πρωί ένας τεράστιος χωμάτινος όγκος αποκόπηκε από το βουνό Χελιδώνα, πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου κατολίσθηση. Σκηνές χάους εκτυλίχθηκαν, με τους περίπου 300 κατοίκους του χωριού να τρέχουν πανικόβλητοι και σπαρακτικές κραυγές να σκίζουν τον αέρα. Η καταστροφή εξελίχθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Η χωμάτινη μάζα παρέσυρε βράχους, πέτρες και κορμούς δέντρων, με αποτέλεσμα να καταπλακώσουν και να ισοπεδώσουν 60 από τα 150 σπίτια του οικισμού.
Τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, που βίωσαν τέτοια συμφορά, πολλοί κάτοικοι του χωριού διεσώθησαν ακριβώς επειδή το τραγικό συμβάν έγινε Κυριακή. Την ώρα της κατολίσθησης βρίσκονταν στην εκκλησία του Αγίου Σώστη για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία. Ο ναός ήταν μεταξύ των κτηρίων που γλίτωσαν και όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί επέζησαν. Σημαντική η συμβολή στη διάσωση ζωών και του δασκάλου Ανδρέα Πετένιου, ο οποίος τιμήθηκε από τον βασιλιά Παύλο Α’ με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Με απόλυτη ψυχραιμία και καθαρό μυαλό, ο δάσκαλος συγκέντρωσε σε ασφαλές σημείο τους 52 μαθητές που είχαν πάει να εκκλησιαστούν και δεν τους επέτρεψε να διασκορπιστούν.
Η τραγωδία δεν ήταν αναπόφευκτη. Τα προειδοποιητικά σημάδια είχαν εκδηλωθεί και οι Μικροχωρίτες είχαν ενημερώσει τη Νομαρχία Ευρυτανίας δύο ημέρες πριν. Στο έγγραφό του, το κοινοτικό συμβούλιο του Μικρού Χωριού έκανε λόγο για αιφνίδια διακοπή της λειτουργίας του υδραγωγείου και εμφάνιση ρωγμών στα σπίτια αρκετών χωριανών. Ζητούσε την έγκαιρη εκκένωση του χωριού και την αποστολή γεωλόγου, ωστόσο στις εκκλήσεις του δεν δόθηκε ποτέ απάντηση από τη Νομαρχία. Αντ’ αυτής ανέλαβε να απαντήσει η φύση…
Στον απόηχο της βιβλικής καταστροφής, γεννήθηκε ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης. Το χωριό πρακτικά σταμάτησε να υπάρχει και 156 κάτοικοι μεταφέρθηκαν στο γειτονικό Μεγάλο Χωριό, ενώ οι υπόλοιποι 90 στο Καρπενήσι. Οι περισσότεροι όμως ήταν αποφασισμένοι να επιστρέψουν στον τόπο τους κι έτσι το Φεβρουάριο του 1964 ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του χωριού. Όχι φυσικά στην ίδια – ρημαγμένη και ακατάλληλη για διαμονή – περιοχή, αλλά 2 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της καταστροφής. Τέσσερα χρόνια μετά, το Νέο Μικρό Χωριό ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει σε μόνιμη βάση τους βιαίως ξεσπιτωμένους του 1963.
Το 1986 ανεγέρθηκε στην είσοδο του Παλιού Μικρού Χωριού ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων κι έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους κατοίκους του Νέου Μικρού Χωριού. Από το 2016 υπάρχει και κάτι άλλο που κρατά ζωντανές τις μνήμες της δολοφονικής κατολίσθησης. Είναι το συγκινητικό και παράλληλα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του ντόπιου δημοσιογράφου Βαγγέλη Πλακά. Το βίντεο παρουσιάζει σπάνιο οπτικό υλικό και ντοκουμέντα. Μαρτυρίες από ειδικούς επιστήμονες, δημοσιογράφους, ιστορικούς και κατοίκους που βίωσαν το γεγονός, ενώ ο απόλυτα γλαφυρός τίτλος του είναι «Το χωριό που νίκησε το θάνατο»…